- ψες
- ψες και εψές και ψε επίρρ. χρον., χτες, χτες το βράδυ.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ψες — και ψε Ν (χρον. επίρρ.) βλ. εψές … Dictionary of Greek
εψές — και ψες επίρρ. 1. χθες βράδυ, χθες αργά 2. (κατ. επέκτ.) χθες («εψές μού απέθανε ο βοσκός», Σολωμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. οψέ. Το αρκτικό ε τού τ. αναλογικά προς το εχτές] … Dictionary of Greek
ονειρεύομαι — και νειρεύομαι και νείρομαι [όνειρο] 1. βλέπω όνειρα, ενυπνιάζομαι 2. βλέπω κάποιον ή κάτι στο όνειρό μου («καλό στον έμορφο το νιο, που ψες τόν ονειρεύτηκα», Βιζυην.) 3. δημιουργώ φανταστικές εικόνες στο μυαλό μου, ονειροπολώ, φαντασιοκοπώ… … Dictionary of Greek
οψές — και εψές και ψες επίρρ. χρον. χθες αργά, χθες το βράδυ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ὀψέ, με ληκτικό ς, κατά το χθες (βλ. και λ. εψές)] … Dictionary of Greek
προψές — Ν επίρρ. (διαλ. τ.) πριν από δύο βράδια, την προπροηγούμενη βραδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ψες] … Dictionary of Greek
ακαταλάγιαστος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν καταλαγιάζει, δεν ησυχάζει: Τα ζωντανά ψες βράδυ ήταν ακαταλάγιαστα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εψές — και ψες επίρρ. χρον., χθες το βράδυ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)